- απομαγνήτιση
- [-ις (-εως)] η размагничивание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απομαγνήτιση — η η διαδικασία μείωσης ή εκμηδένισης του μαγνητισμού ενός σιδηρομαγνητικού υλικού … Dictionary of Greek
παραμαγνητισμός — Ιδιότητα μερικών σωμάτων να μαγνητίζονται ελαφρά όταν βρεθούν σε ένα μαγνητικό πεδίο, κατά τη διεύθυνση αυτού του ίδιου του πεδίου. Η ιδιότητα αυτή οφείλεται στην υπάρχουσα εκ δομής μαγνητική ροπή των ατόμων (ή μορίων) που συγκροτούν τα… … Dictionary of Greek
αδιαβατική μεταβολή — Στη θερμοδυναμική ονομάζεται α.μ. κάθε φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο μια ποσότητα ύλης μεταβάλλει τις φυσικές ή χημικές ιδιότητές της χωρίς να προσλάβει από το περιβάλλον ή να αποδώσει σε αυτό θερμότητα. Καμιά πραγματική θερμοδυναμική μεταβολή… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
απομαγνητίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, ξεμαγνητίζω ένα μαγνητισμένο αντικείμενο· ουσ. απομαγνήτιση, η το ξεμαγνήτισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)